Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπορροφημένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [απορροφάω] 2 assorbi`to 3 ((figurato)) asso`rto απορροφημένος στο διάβασμα==assorto nello studio permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |