Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπορρύπανση
ουσιαστικό θηλυκό 1 detersio`ne ~f~; pulitu`ra ~f~ 2 depurazio`ne ~f~ απορρύπανσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [απορρύπανση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |