Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπορώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 stupi`rsi; meraviglia`rsi απορώ με την υπομονή σου==mi stupisce che tu sia così paziente | είναι να απορείς με το θράσος του==c'è da stupirsi per la sua sfacciataggine 2 domanda`rsi; chie`dersi απορώ πού τα βρήκε τόσα χρήματα==mi domando dove possa aver trovato tutti quei soldi | απορώ και εξίσταμαι==mi domando e dico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |