Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπόσβεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 spegnime`nto ~f~; estinzio`ne ~f~ 2 economia estinzio`ne ~f~; ammortame`nto ~m~ απόσβεση κεφαλαίου==ammortamento del capitale | η απόσβεση ενός χρέους==estinzione di un debito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |