Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποσβολώνομαι
ρήμα παθητικό

1 intonti`rsi
2 rintonti`rsi
3 sbigotti`rsi

αποσβολώνω  
ρήμα μεταβατικό

sbigotti`re; lascia`re esterrefa`tto; lascia`re di stucco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποσβολωμένος αποσβόλωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---