Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπορρυθμίζω
ρήμα μεταβατικό sregola`re; scombina`re; sconvo`lgere; scombussola`re η απρόοπτη άφιξη κάποιων συγγενών με απορύθμισε εντελώς==l'arrivo improvviso di alcuni parenti ha del tutto scombussolato il mio ritmo di vita normale | οι εργασίες για το μετρό απορύθμισαν την κυκλοφορία==i lavori per la metropolitana hanno sconvolto il traffico απορυθμίζω ρήμα μεταβατικό variante di [απορρυθμίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |