Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπελπιέμαι
ρήμα παθητικό variante di [απελπίζομαι] απελπίζομαι ρήμα παθητικό dispera`rsi; dispera`re; scoraggia`rsi μην απελπίζεσαι, θ' αλλάζουν τα πράγματα==non disperare, le cose cambieranno απελπίζω ρήμα μεταβατικό far dispera`re; to`gliere ogni spera`nza οι γιατροί τον απέλπισαν==i medici gli hanno tolto ogni speranza | ο γιος του τον απελπίζει με τα καμώματά του==suo figlio lo fa disperare con i suoi capricci απορπίζομαι ρήμα παθητικό variante di [απελπίζομαι] απορπίζω ρήμα μεταβατικό variante di [απελπίζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |