Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απελπισία  
ουσιαστικό θηλυκό

disperazio`ne ~f~; sconfo`rto ~m~; scoraggiame`nto ~m~ πέφτω σε μαύρη απελπισία==cadere nella più nera disperazione | οδηγώ κάποιον σε απελπισία==esasperare qualcuno | πάνω στην απελπισία του σκέφτηκε ν' αυτοκτονήσει==in preda alla disperazione pensò al suicidio | μια πράξη απελπισίας==un atto dettato dalla disperazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  άπελπις απελπισμένα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---