Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απελπισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 accasciame`nto
2 avvilime`nto
3 disperazio`ne
4 sconfo`rto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απελπισμένος απελπιστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---