Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απελπισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [απελπίζω]
2 dispera`to έβγαλε μια απελπισμένη κραυγή==emise un grido disperato
3 persona disperato; affra`nto; scoraggia`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απελπισμένα απελπισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---