Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπελπιστικός
επίθετο avvile`nte; dispera`to; scoraggia`nte τα αποτελέσματα ήταν απελπιστικά==i risultati furono scoraggianti | βρέθηκα σε απελπιστική κατάσταση==mi sono trovato in una situazione disperata permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |