Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απελεύθερη
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [απελεύθερος ^-ου, ο^]

απελεύθερος  
επίθετο

libe`rto; affranca`to

απελεύτερος
επίθετο

variante di [απελεύθερος ^-ου, ο^]

απελεύτερος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [απελεύθερος ^-ου, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απελαύνω απελευθερούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---