Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απορεμένος
επίθετο

variante di [απορημένος]

απορημένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [απορώ]
2 perple`sso; dubbio`so απορημένο βλέμμα==sguardo perplesso
3 meraviglia`to; stupi`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απορεμένα απορηματικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---