Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απορία{1}  
ουσιαστικό θηλυκό

1 du`bbio ~m~; incerte`zza ~f~ βρίσκομαι σε απορία==trovarsi nel dubbio | με κοίταξε με απορία==mi guardò con aria dubbiosa | έχω μια απορία==c'è qualcosa che non capisco | λύσε μού μια απορία==chiariscimi un dubbio || toglimi un dubbio | είναι απορίας άξιον πώς…==c'è da meravigliarsi come…
2 έκπληξη stupo`re ~m~; meravi`glia ~f~

απορία{2}
ουσιαστικό θηλυκό

φτώχεια indige`nza ~f~; povertà ~f~; mise`ria ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απόρθητος αποριγμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---