Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόκρουση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 respingime`nto ~m~; il respi`ngere ~m~ απόκρουση επίθεσης==il respingere un attacco
2 sport respi`nta ~f~; rinvi`o ~m~
3 respingime`nto ~m~; confutazio`ne ~f~ απόκρουση κατηγορίας==confutazione di un'accusa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποκρουόμενος αποκρουστικά  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---