Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑποκριά, (raro) Απόκρια
ουσιαστικό θηλυκό prevalentemente al plurale carneva`le ~m~ Απόκριες ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός carneva`le ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |