Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπογίνομαι
ρήμα παθητικό 1 fini`re; anda`re a fini`re τι απέγιναν τα γυαλιά μου;==dove sono andati a finire i miei occhiali? | τι απέγινε μ' εκείνη την ιστορία;==com'è andata a finire quella storia? | τι απέγινε ο Παύλος==che fine ha fatto Paolo? | τι θ' απογίνω τώρα;==e ora che sarà di me? 2 peggiora`re ήταν που ήταν στριμμένος, αλλά με την αρρώστια του απόγινε==era già un tipo bisbetico, ma dopo la malattia è decisamente peggiorato | απόγινε το κακό==ormai si è toccato il fondo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |