Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
απόγεψη
ουσιαστικό θηλυκό
variante di
[απόγευση]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< απογευματινός
απογίνομαι >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
απογεμισμένος
[επίθ.]
απογεράζω
aor απογέρ...
απόγευμα
{απο-γεύμ-...
απογευματινή
[θηλ.ουσ]
απογευματινός
[επίθ.]
απόγεψη
[θηλ.ουσ]
απογίνομαι
ipf απογιν...
απόγιομα
{απο-γεύμ-...
απόγιομαν
[ουσ ουδ.]
απογιομίζω
ipf απογέμ...
απόγνωση
{-ης κ. -ώ...
απογνωσμένα
[επίρ.]
απογνωσμένος
[επίθ.]
απογοητεμένα
[επίρ.]
απογοητεμένος
[επίθ.]
απογοητευμένος
[επίθ.]
απογοητεύομαι
ipf απογοη...
απογοήτευση
{-ης κ. -ε...
απογοητευτικός
[επίθ.]
απογοητεύω
ipf απογοή...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis