Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απογεμίζω  
ρήμα μεταβατικό

riempi`re fino all'orlo; rabbocca`re; colma`re

απογιομίζω
ρήμα μεταβατικό

variante di [απογεμίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απογεματινός απογεμισμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---