Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απόχρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 sfumatu`ra ~f~; tonalità ~f~ όλες οι αποχρώσεις του μπλε==tutte le tonalità del blu
2 ((figurato)) sfumatu`ra ~f~ υπήρχε μια απόχρωση ειρωνείας στη φωνή του==c'era una sfumatura d'ironia nella sua voce | εννοιολογικές αποχρώσεις==sfumature di significato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αποχρών αποχτάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---