Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αποχρωματίζομαι
ρήμα παθητικό

stingersi

αποχρωματίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 scolori`re; sti`ngere; decolora`re
2 to`gliere a qualcu`no una catti`va reputazio`ne precedenteme`nte attribui`tagli

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απόχρεψη αποχρωματιζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---