Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάνω
επίθετο 1 superio`re τα άνω άκρα==gli arti superiori 2 alto ο Άνω Νείλος==l'alto Nilo άνω επίρρημα 1 sopra το αεροπλάνο ίπταται άνω των Άλπεων==l'aereo vola sopra le Alpi 2 in alto; verso l'alto άνω σκώμεν τας καρδίας!==in alto i cuori! || sursum corda! 3 più di; oltre; sopra είναι άνω των εξήντα (ετών)==è sopra i sessanta (anni); ha più di sessant'anni | συμμετείχαν άνω των εξήντα ατόμων==parteciparono più di sessanta persone+++άνω-κάτω==sottosopra; a soqquadro | άνω ποταμών==il colmo; cosa da non credere permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη άνω τελεία = punto [αρσ.] e virgola Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |