Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανωνυμία
ουσιαστικό θηλυκό anonima`to ~m~; ano`nimo ~m~; inco`gnito ~m~ κρατώ την ανωνυμία μου==mantenere l'anonimato; restare in incognito permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |