Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανωμαλία
ουσιαστικό θηλυκό 1 irregolarità ~f~ ανωμαλίες εδάφους==irregolarità del terreno 2 anomali`a ~f~; alterazio`ne ~f~; disfunzio`ne ~f~ λειτουργική ανωμαλία==anomalia funzionale 3 sconvolgime`nto ~m~; turbame`nto ~m~; diso`rdine ~m~ επικρατεί ανωμαλία στη χώρα==nel paese regna il disordine permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |