Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άνωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 fisica forza ~f~ ascensiona`le
2 fisica spinta ~f~ aerosta`tica

άνωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [άνωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανωριμότητα ανώτατος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---