Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαμφιβολία, (raro) αμφιβολιά
ουσιαστικό θηλυκό du`bbio ~m~; incerte`zza ~f~ δεν χωρεί αμφιβολία==non c'è dubbio | διατηρώ κάποιες αμφιβολίες==ho ancora qualche dubbio; ho i miei dubbi | απαλλάχτηκε λόγω αμφιβολιών==fu assolto per insufficienza di prove ανφιβολία ουσιαστικό θηλυκό variante di [αμφιβολία] αφιβολία ουσιαστικό θηλυκό variante di [αμφιβολία] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαχωρίς αμφιβολία = senza dubbio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |