Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάμφια
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός ecclesiastico parame`nti ~mp~ sacri άμφιο ουσιαστικό ουδέτερο 1 parame`nto ~m~ 2 pivia`le ~m~ άμφιον ουσιαστικό ουδέτερο forma arcaica di [άμφιο ^-ου, το^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |