Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αμφισβήτηση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 contestazio`ne ~f~; obiezio`ne ~f~; il me`ttere in du`bbio qualco`sa; il me`ttere in discussio`ne qualco`sa θέτω κάτι υπό ανισβήτηση==mettere in dubbio, in discussione | η νεανική αμφισβήτηση==la contestazione giovanile
2 diritto contestazio`ne ~f~; impugnazio`ne ~f~ αμφισβήτηση κληρονομίας==contestazione dell'eredità

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αμφισβητημένος αμφισβητήσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---