Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανυψωτήρ
ουσιαστικό αρσενικό forma arcaica di [ανυψωτήρας ^-α, ο^] ανυψωτήρας ουσιαστικό αρσενικό meccanica elevato`re ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |