Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανύψωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 alzame`nto
2 ascensio`ne
3 asce`sa
4 elevazio`ne

ανύψωσις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανύψωση ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανυψώνω ανυψωτέος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---