Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανυψωμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ανυψώνω]
2 eleva`to
3 ere`tto
4 rialza`to
5 se`mpre cresce`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανυψούμενος ανυψώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---