Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανταγωνίζομαι  
ρήμα παθητικό

1 compete`re; gareggia`re ανταγωνίζονται για τον τίτλο του πρωταθλητή==competono per il titolo di campione
2 fare concorre`nza; rivaleggia`re τα ελληνικά προϊόντα μπορούν να ανταγωνιστούν τα ξένα==i prodotti greci sono in grado di rivaleggiare con quelli stranieri

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανταγωγή ανταγωνιζόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---