Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανταλλακτικά
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός pezzi ~mp~ di rise`rva; pezzi ~mp~ di rica`mbio; rica`mbi ~mp~ ανταλλακτικό ουσιαστικό ουδέτερο rica`mbio ~m~; pezzo ~m~ di rica`mbio ανταλλακτικός τροχός==ruota di scorta | ανταλλακτική αξία==valore di scambio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα ανταλλακτικά = pezzi [αρσ. πλυθ.] di ricambio Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |