Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανούσιος  
επίθετο

1 insi`pido; scia`po; con poco sapo`re
2 ((figurato)) insi`pido ανούσια ζωή==vita insipida

ανουσιότατος
επίθετο

superlativo di [ανούσιος]

ανουσιότερος
επίθετο

comparativo di [ανούσιος]

ανουσιώτατος
επίθετο

superlativo di [ανούσιος]

ανουσιώτερος
επίθετο

comparativo di [ανούσιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανούρμαστος ανουσιότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---