Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανοχή  
ουσιαστικό θηλυκό

sopportazio`ne ~f~; tollera`nza ~f~ οίκος ανοχής==casa di tolleranza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανούφελος ανοχύρωτος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο οίκος ανοχής = casa [θηλ.] chiusa


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---