Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανταγωνισμός
ουσιαστικό αρσενικό 1 antagoni`smo ~m~; rivalità ~f~ 2 commercio concorre`nza ~f~ αθέμιτος ανταγωνισμός==concorrenza sleale | ελεύθερος ανταγωνισμός==libera concorrenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |