Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάνοστος
επίθετο 1 insi`pido; scia`po; senza o con poco sale 2 ((figurato)) insu`lso; insi`pido άνοστα αστεία==scherzi insulsi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |