Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανόρεκτα
επίρρημα

variante di [ανόρεχτα]

ανόρεχτα  
επίρρημα

inappetente|mente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανόργωτος ανόρεκτος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---