Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανορθώνομαι
ρήμα παθητικό

e`rgersi

ανορθώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 rialza`re ανορθώνω ένα πεσμένο άγαλμα==rialzare una statua caduta
2 restaura`re; ricostrui`re
3 ((figurato)) risolleva`re; riassesta`re; risana`re η νέα κυβέρνηση υπόσχεται ότι θα ανορθώσει την οικονομία==il nuovo governo promette di riassestare l'economia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανορθωμένος ανόρθωση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---