Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανόσιος  
επίθετο

1 e`mpio; sacri`lego; profa`no
2 ripugna`nte; scellera`to; esecra`bile; esecra`ndo; abomine`vole ανόσιο έγκλημα==crimine esecrabile

ανοσιότατος
επίθετο

superlativo di [ανόσιος]

ανοσιότερος
επίθετο

comparativo di [ανόσιος]

ανοσιώτατος
επίθετο

superlativo di [ανόσιος]

ανοσιώτερος
επίθετο

comparativo di [ανόσιος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανοσία ανοσιότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---