ανόσιος
επίθετο
1 e`mpio; sacri`lego; profa`no
2 ripugna`nte; scellera`to; esecra`bile; esecra`ndo; abomine`vole ανόσιο έγκλημα==crimine esecrabile
ανοσιότατος
επίθετο
superlativo di [ανόσιος]
ανοσιότερος
επίθετο
comparativo di [ανόσιος]
ανοσιώτατος
επίθετο
superlativo di [ανόσιος]
ανοσιώτερος
επίθετο
comparativo di [ανόσιος]