Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανόρυξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 affossame`nto ~m~
2 sbancame`nto ~m~
3 scavo ~m~
4 sterrame`nto ~m~
5 sterro ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανορθωτής ανοσία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---