Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανορθωτής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 rettificato`re ~m~
2 ricostrutto`re ~m~
3 riedificato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανόρθωση ανόρυξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---