Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανόρθωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 resta`uro ~m~; ricostruzio`ne ~f~ 2 ((figurato)) riasse`tto ~m~; riassestame`nto ~m~ οικονομική ανόρθωση==riassetto economico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |