Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναζωογονούμαι
ρήμα παθητικό

ravviva`rsi; senti`rsi un altro αναζωογονήθηκε όταν είδε το εγγονάκι της==si ravvivò quando vide il nipotino

αναζωογονώ  
ρήμα μεταβατικό

vivifica`re; ravviva`re; rida`re vita (a); corrobora`re; rinvigori`re ένα μπάνιο στη θάλασσα θα σε αναζωογονήσει==un bagno in mare ti rianimerà

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναζωογονητικός αναζωογονούμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---