Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναζωπύρωση
ουσιαστικό θηλυκό 1 il riacce`ndersi υπήρξε κίνδυνος αναζωπύρωσης της πυρκαγιάς==si temeva che l'incendio tornasse a divampare 2 ((figurato)) ripre`sa ~f~; risve`glio ~m~ αναζωπύρωση της βιομηχανικής δραστηριότητας==ripresa dell'attività industriale | αναζωπύρωση της αγοράς==ripresa del mercato 3 ((figurato)) il ravviva`re; risve`glio ~m~; rina`scita ~f~ η αναζωπύρωση των αυτονομιστικών κινημάτων==il risveglio dei movimenti autonomistici | η αναζωπύρωση του εθνιστικού πνεύματος==la rinascita dello spirito nazionalistico permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |