Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναθεματάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αναθεματίζω]

αναθεματιέμαι
ρήμα παθητικό

variante di [αναθεματίζομαι]

αναθεματίζομαι
ρήμα παθητικό

danna`rsi

αναθεματίζω  
ρήμα μεταβατικό

1 lancia`re un anate`ma (co`ntro)
2 manda`re al dia`volo; impreca`re (co`ntro)

αναθεματώ
ρήμα μεταβατικό

variante di [αναθεματίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάθεμα! αναθεμάτισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---