Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάθεση  
ουσιαστικό θηλυκό

inca`rico ~m~; assegnazio`ne ~f~ διαγωνισμός για την ανάθεση δημοσίου έργου==gara d'appalto per l'assegnazione dei lavori di un'opera pubblica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναθερμαντικός αναθέτω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---