Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναθεώρηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 revisio`ne ~f~; riesa`me ~m~ ο υποψήφιος ζήτησε αναθεώρηση του γραπτού του==il candidato ha chiesto il riesame della prova scritta | αναθεωρώ ένα κείμενο==rivedere un testo 2 diritto revisio`ne ~f~ αναθεώρηση δίκης==revisione di un processo 3 modi`fica ~f~; cambiame`nto ~m~ αναθεώρηση του συντάγματος==modifica, revisione della costituzione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |