Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναθέρμανση  
ουσιαστικό θηλυκό

il ravviva`re; revivisce`nza ~f~ η αναθέρμανση των σχέσεων μεταξύ δύο χωρών==il disgelo dei rapporti tra due paesi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναθερμαίνω αναθερμαντικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---