Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναθραμμένος
επίθετο

variante di [αναθρεμμένος]

αναθρεμμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [αναθρέφω]
2 cresciuto
3 nutrito
4 pasciuto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναθιβάνω ανάθρεμμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---